- Ἀτλαγενέων
- Ἀτλᾱγενέων , Ἀτλαγενήςsprung from Atlasmasc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ατλαγενής — Ἀτλαγενής, ές (Α) φρ. «Πλειάδων Ἀτλαγενέων» των Πλειάδων που γεννήθηκαν από τον Άτλαντα … Dictionary of Greek
άτλαντας — ο (Α ἄτλας και Ἄτλας, αντος) 1. ο μυθικός γίγαντας που βαστούσε τους στύλους του ουρανού 2. ονομασία ανδρικών αγαλμάτων που στήριζαν τον θριγκό οικοδομήματος 3. ο αυχενικός σπόνδυλος στον οποίο στηρίζεται το κεφάλι νεοελλ. 1. συλλογή χαρτών 2.… … Dictionary of Greek